Η αξιοποίηση της δημόσιας ακίνητης περιουσίας και των υποδομών (αεροδρόμια, λιμάνια, μαρίνες, κλπ), είναι κορυφαίας σημασίας και καταλύτης για την ανάπτυξη της πραγματικής ελληνικής οικονομίας. Παραμένει όμως ένα μεγάλο ζητούμενο. Άλλωστε η διαχρονική αδράνεια αποτελεί ένα κορυφαίο «σκάνδαλο» της περιόδου της 40ετούς μεταπολίτευσης με αποκορύφωμα την αναποτελεσματικότητα της περιόδου 2010-2017. Σήμερα, 70.000 δημόσια ακίνητα και υποδομές, δεκάδων εκατομμυρίων τετραγωνικών μέτρων, από τα οποία περίπου 12.000 είναι αστικά ακίνητα, παραμένουν αναξιοποίητα, αχαρτογράφητα, κενά, και απαξιωμενα, με κύριο παράδειγμα την αδυναμία ή καθυστέρηση της αξιοποίησης του κορυφαίου, σε παγκόσμια κλίμακα, ακίνητου του Ελληνικού αλλά και των δεκάδων τουριστικών και ολυμπιακών ακίνητων υψηλών δυνητικών προδιαγραφών.
Για αυτό η πρόκληση της ευρείας αξιοποίησης δημοσίων ακινήτων και υποδομών παραμένει ορθάνοικτή με την αναγκαία επιτυχία να στηρίζεται σε ορισμένες προϋποθέσεις. Κύρια, ικανή και αναγκαία συνθήκη είναι η διαμόρφωση ενός συγκροτημένου ουσιαστικού αναπτυξιακού εθνικού σχεδίου, ενός masterplan, τόσο για την οικονομία, όσο και πιο συγκεκριμένα για την αξιοποίηση των χιλιάδων ακινήτων και υποδομών του Δημοσίου. Ένα αναπτυξιακό σχέδιο αξιοποίησης που θα ενεργοποιεί και θα ενισχύει την ευρύτερη πραγματική οικονομία, αλλά και θα υιοθετήσει ενεργά ο δημόσιος τομέας, ως διαχειριστής των ακινήτων και των υποδομών, οι πολίτες ευρύτερα, ως πραγματικοί ιδιοκτήτες και βέβαια η ελληνική και διεθνής επενδυτική κοινότητα. Αυτό δεν υφίσταται σήμερα, τουλάχιστον με όρους υλοποιήσιμης ρεαλιστικής αξιοποίησης ακινήτων και ενίσχυσης της πραγματικής οικονομίας και όχι θεωρητικών ανέφικτων προσδοκιών. Με κύριο άξονα την κοινή λογική, την αξιοποίηση των διεθνών ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων της χώρας, τις αναπτυξιακές δυνατότητες και ανάγκες κάθε περιφέρειας και περιοχής. Με κύρια κατεύθυνση της ελληνικής στρατηγικής προς την μακροχρόνια παραχώρηση ή μίσθωση των δημοσίων ακινήτων η υποδομών, προς σύγχρονες οργανωμένες αποδοτικές επενδύσες, άρα και μελλοντικές υπεραξίες για το ελληνικό κράτος. Με τελικό στόχο την ενεργοποίηση της ελληνικής και διεθνούς επενδυτικής κοινότητας, ως καταλύτης για το απαιτούμενο επενδυτικό σοκ που χρειάζεται η ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας και η περιφερειακή και τοπική ανάπτυξη.
Το επιτακτικό διαχρονικό ζητούμενο, για την επιτυχία αξιοποίησης δημόσιας ακίνητης περιουσίας, ακόμα παραμένει η φυσιολογική λειτουργία του κράτους ως στρατηγείο- ρυθμιστής, πόλος διασφάλισης του δημοσίου συμφέροντος. Ενδεικτικά μέτρα κρατικής υποστήριξης είναι η σταδιακή υιοθέτηση ενός απλού φορολογικού συστήματος χαμηλότερων συντελεστών, ο δραστικός περιορισμός της γραφειοκρατίας, η καταπολέμηση των εστιών διαφθοράς και του κομματισμού στο κράτος, η αποκατάσταση της τραπεζικής ρευστότητας, η δημιουργία κινήτρων για νέες επενδύσεις και η καθολική ενίσχυση του brand name της ελληνικής οικονομίας ως ελκυστικός διεθνής επενδυτικός προορισμός.
Αναμφίβολα και η επιλογή και υποστήριξη, από την ελληνική πολιτεία, των ενδεδειγμένων επενδυτών-μισθωτών είναι κρίσιμη παράμετρος για την δημιουργία της απαραίτητης υπεραξίας, καθιστώντας επιβεβλημένη την πρωθύστερη επιτυχημένη πορεία τους (ομίλους, επιχειρήσεις, κλπ) με αποδεδειγμένα αποτελέσματα και αξιόπιστα μακροπρόθεσμα επενδυτικά πλάνα. Ενώ το Υπέρ-Ταμείο Αξιοποίησης Δημόσιας Περιουσίας δεν πρέπει να είναι μια επιχείρηση που λειτουργεί εν κρυπτό , υπό κλειστές πόρτες, αλλά ένα αποτελεσματικό διαυγές αναπτυξιακό εργαλείο της ελληνικής πολιτείας. Οφείλει να παίξει τον ρόλο του ενεργού και αποτελεσματικού θεματοφύλακα και διαχειριστή της κοινής δημόσιας περιουσίας.
Εν κατακλείδι η επιτάχυνση της αξιοποίησης δημόσιας περιουσίας είναι ακόμα εφικτή και μπορεί να γίνει καταλυτική για το αναπτυξιακό μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Η κοινωνική βούληση υπάρχει, μένει η σαφής, συνεκτική, συναινετική και σταθερή πολιτική και διοικητική δράση για να γίνει η ουσιαστική και αποδοτική αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας πραγματικότητα. Το πρώτο βήμα είναι ένα συγκροτημένο σχέδιο Masteplan αξιοποίησης. Άλλωστε σε κάθε εποχή, και ειδικά σήμερα, και για κάθε ζήτημα, υπάρχουν οι ενδεδειγμένες λύσεις αρκεί οι κυβερνώντες, οι πολίτες και οι επενδυτές να σκέφτονται και ενσωματώνουν με ταχύτητά, αποτελεσματικά, ρεαλιστικά και αντισυμβατικά την κοινή λογική.