Δημοσιέυση στον Οικονομικό Ταχυδρόμο 14/01/2004
«Παραγωγικότητα, ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα»
Η Ελλάδα προκειμένου να επιτύχει μακροπρόθεσμα υψηλή εθνική παραγωγικότητα, να μετουσιώσει την παρούσα μεγέθυνση σε βιώσιμη ανάπτυξη και κατ’ επέκταση να συγκλίνει με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης οφείλεί να εφαρμόσει πολιτικές που θα προσελκύουν ιδιωτικές επενδύσεις με γνώμονα την αύξηση της εθνικής ανταγωνιστικότητας
Εμμανουήλ Κρανίδης1 Ιωάννης Γκάνος2
- Ερευνητικός Συνεργάτης, Ίδρυμα Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), Απόφοιτος Μεταπτυχιακού προγράμματος ‘Δημόσιας Πολιτικής και Διοίκησης’ (MSc in Public Policy and Management),Carnegie Mellon University, ΗΠΑ
- Οικονομολόγος (MSc), Υποψήφιος Διδάκτορας Παντείου Πανεπιστήμιου
*Στο άρθρο εκφράζονται αποκλειστικά προσωπικές απόψεις των συγγραφέων
Σύντομη περιγραφή του μοντέλου ανταγωνιστικότητας
Ο καθηγητής του πανεπιστήμιου Harvard Michael Porter υποστηρίζει στο υπόδειγμα το οποίο χρησιμοποιείται στα πλαίσια της Παγκόσμιας Έκθεσης Ανταγωνιστικότητας[i] με σκοπό την σύγκριση και μέτρηση της ανταγωνιστικότητας διαφόρων χωρών, ότι η εθνική ανταγωνιστικότητα αποτελεί μια έννοια συνυφασμένη με την βελτίωση της εθνικής ευημερίας (national prosperity) και του επιπέδου ζωής των πολιτών ενός κράτους[ii].
Η εθνική ανταγωνιστικότητα ουσιαστικά μετριέται με βάση «την αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας ή με άλλα λόγια την αύξηση της αξίας των παραγόμενων αγαθών και προσφερόμενων υπηρεσιών μια χώρας ανά μονάδα εργασίας, κεφαλαίου και φυσικών πόρων»[iii].
Πάντα σύμφωνα με τον Porter προκειμένου να επιτευχθεί διατηρήσιμη υψηλή εθνική παραγωγικότητα απαιτείται η παράλληλη ενεργοποίηση του ακόλουθου πλαισίου προσδιοριστικών παραγόντων:
Η υψηλή εθνική παραγωγικότητα είναι το κλειδί για την ισχυροποίηση μια εθνικής οικονομίας και ιδιαίτερα για την δημιουργία θέσεων εργασίας και αύξησης των εισοδημάτων αλλά και διατήρησης υψηλών επενδυτικών αποδόσεων. Με άλλα λόγια πρέπει να επιδιώκεται η αύξηση της εθνικής παραγωγικότητας η οποία μακροχρόνια δύναται να οδηγήσει σε ενίσχυσης της εθνικής ανταγωνιστικότητας και ως αποτέλεσμα στην αύξηση των ξένων επενδύσεων, την βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου και του επιπέδου απασχόλησής.
H επίτευξη διατηρήσιμης υψηλής παραγωγικότητας εξαρτάται από την ενίσχυση των προσδιοριστικών παραγόντων του υποδείγματος του Porter, η οποία μπορεί να επιτευχθεί με την εφαρμογή συγκεκριμένων κυβερνητικών πολιτικών όπως η προώθηση των λεγόμενων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων (αποκρατικοποιήσεις, απελευθέρωση αγορών, ελαστικότητα αγοράς εργασίας κλπ.) αλλά ταυτόχρονα παρεμβάσεων του ιδιωτικού τομέα (εκπαίδευση στελεχών, συνεργασία επιχειρήσεων, επενδύσεις σε έρευνα & τεχνολογία) και κοινωνικών αλλαγών (νέα κοινωνικά πρότυπα, κουλτούρα, κλπ).
Επεκτείνοντας το υπόδειγμα λίγο παραπέρα θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ότι ουσιαστικά ο παραπάνω ορισμός της εθνικής παραγωγικότητας οδηγεί στην συνεπαγωγή της υψηλής εθνικής ανταγωνιστικότητας με την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης δηλαδή μεγέθυνσης της οικονομίας με ταυτόχρονη κοινωνική, εκπαιδευτική και περιβαλλοντική πολιτική, άρα η εκτίμηση των αναπτυξιακών προοπτικών μια οικονομίας πρέπει να γίνει με βάση μια ολιστική ανάλυση αλλά και βεβαίως οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις πρέπει να πραγματοποιηθούν με την λογική πολλαπλών στόχων (multi goal).
Συνοπτική ανάλυση της Ελληνικής Οικονομίας με βάση τα χαρακτηριστικά του μοντέλου ανταγωνιστικότητας
Στην παρούσα φάση, οι μακροοικονομικές συνθήκες της Ελληνικής οικονομίας μπορούν να χαρακτηριστούν σε γενικές γραμμές ως υγιείς. Τα τελευταία έτη η ελληνική οικονομία παρουσιάζει ρυθμούς μεγέθυνσης της τάξεως του 4,5%[iv] για τα πρώτα 2 τρίμηνα του 2003, ενώ προβλεπεται να διατηρηθεί η συγκεκριμένη πορεία μεγέθυνσης για τα επόμενα χρόνια, έστω και με ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 3-3.5%. Η συγκεκριμένη μεγέθυνση οφείλεται στην αυξημένη εσωτερική ζήτηση, η οποία είναι αποτέλεσμα της ιδιωτικής κατανάλωσης και σε μεγάλο βαθμό των πόρων του Γ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης[v] (ΚΠΣ), οι οποίοι χρηματοδοτούν σημαντικό τμήμα των επενδύσεων που πραγματοποιούνται από τον κατασκευαστικό κλάδο[vi]. Τα δημόσια οικονομικά εγείρουν ορισμένους βάσιμους προβληματισμούς, κυρίως λόγω των αυξημένων δημοσίων δαπανών και του υψηλού δημοσίου χρέους, αν και η συνεχής πτωτική τάση του τελευταίου και η επιβεβλημένη πειθαρχία λόγω του Συμφώνου Σταθερότητας αποτελούν καθησυχαστικούς παράγοντες. Η εξέλιξη των δημοσίων οικονομικών θέλει ιδιαίτερη προσοχή αλλά προς το παρόν δεν φαίνεται να αποτελεί αρνητικό παράγοντα για την αναπτυξιακή προοπτική της Ελληνικής οικονομίας.
Το θεσμικό, κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον αν και έχουν βελτιωθεί σε σημαντικό βαθμό τα τελευταία έτη, επιδέχονται ουσιαστικές ενισχύσεις. Στην αγορά εργασίας, παρά την μείωση της ανεργίας κατά το 2003 σε 9% περίπου, ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας (labor productivity) διατηρεί φθίνουσα τάση, η οποία ξεκίνησε το έτος 2001. Ο αριθμός των νέων ανέργων[vii] μειώθηκε κατά 7,9% το 2003 αλλά εξακολουθεί να αποτελεί το 39% των συνολικών ανέργων. Ταυτόχρονα η μερική απασχόληση αυξήθηκε σε 4,5% το 2002 από 4% το 2001 ενώ υπολείπεται του αντίστοιχου μέσου όρου της ΕΕ που για το 2002 διαμορφώθηκε σε 18%. Παρόλα αυτά το επίπεδο της μερικής απασχόλησης παραμένει χαμηλότερα του ιστορικού υψηλού της μερικής απασχόλησης της χώρας, όπως αυτό διαμορφώθηκε το 1999 σε 6,9%[viii]. Η μείωση της μερικής απασχόλησης προκύπτει από την αύξηση των θέσεων πλήρους απασχόλησης και από την προτίμηση των ανέργων για αυτές τις θέσεις, παρά την αυξημένη προσφορά θέσεων μερικής απασχόλησης. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η εγχώρια αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων, από χαμηλή παραγωγικότητα και περιορισμένη προσαρμοστικότητα στις μεταβολές της παραγωγής, γεγονός το οποίο επηρεάζει αρνητικά την εξέλιξη των επενδύσεων και άρα της προοπτικής διατηρήσιμης αύξησης της εθνικής παραγωγικότητας της Ελληνικής οικονομίας.
Το θεσμικό πλαίσιο στην Ελλάδα συχνά αναφέρεται στις εκθέσεις ξένων οργανισμών για την Ελληνική οικονομία[ix] ως δαιδαλώδες και αβέβαιο εξαιτίας της μη κωδικοποίησης της νομοθεσίας και της πολυνομίας. Οι αποφάσεις των δικαστηρίων αργούν εξαιτίας της πληθώρας των υποθέσεων αλλά και της γραφειοκρατίας, η νομοθεσία συχνά μεταβάλλεται με αποφάσεις και διατάγματα και σε ορισμένες περιπτώσεις θεσπίζονται νόμοι για την διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η άποψη των επαγγελματιών και των τεχνοκρατών του αντίστοιχου κλάδου[x].
Την τελευταία δεκαετία πραγματοποιήθηκαν σημαντικά βήματα σχετικά με την απελευθέρωση αγορών και κατ’ επέκταση την αύξηση του ανταγωνισμού σε αγορές που παραδοσιακά ελέγχονταν από κρατικά μονοπώλια. Οι αγορές των τηλεπικοινωνιών, ενέργειας και αερομεταφορών αποτελούν μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα απελευθέρωσης της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Όμως, η απελευθέρωση των αγορών πρέπει να συνοδεύεται όχι μόνο από θεσμικές ρυθμίσεις ικανές να προσελκύσουν επενδυτές σε μια αγορά όπου κυριαρχούσαν κρατικά μονοπώλια αλλά και από αλλαγές στην διοίκηση των κρατικών οργανισμών προκειμένου αυτοί να καταστούν βιώσιμες και ανταγωνιστικές μονάδες.
Το επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα σήμερα είναι σημαντικά φιλικότερο από ότι ήταν πριν 10 χρόνια. Ο συνδυασμός των παραπάνω θεσμικών και πολιτικών αλλαγών με την αντικατάσταση του εθνικού νομίσματος με το Ευρώ –και τις επακόλουθες δημοσιονομικές μεταβολές- κατέστησαν την Ελλάδα μια ανεπτυγμένη χώρα χαμηλού επιχειρηματικού κινδύνου. Σήμερα, στην Ελλάδα υπάρχουν περισσότερα εξειδικευμένα στελέχη και συμβουλευτικές υπηρεσίες με αποτέλεσμα οι εγχώριες επιχειρήσεις να είναι λιγότερο ευάλωτες στις αλλαγές των επιχειρηματικών συνθηκών. Όμως το επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα παρά τις παραπάνω θετικές εξελίξεις εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από φαινόμενα -όπως η γραφειοκρατία του δημοσίου, διαφθορά και η παραοικονομία[xi] – τα οποία δυσχεραίνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα και τελικά μειώνουν την ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Όπως αναφέρθηκε, κρίσιμη παράμετρος για την αύξηση της εθνικής παραγωγικότητας είναι η ποιότητα της επιχειρησιακής κουλτούρας. Οι Ελληνικές επιχειρήσεις δραστηριοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια σε ένα ασταθές περιβάλλον με έλλειψη τεχνογνωσίας και έλλειψη εξωστρέφειας. Σήμερα οι επιχειρηματικές συνθήκες έχουν μεταβληθεί. Οι Ελληνικές επιχειρήσεις οφείλουν να υιοθετήσουν νέα κουλτούρα προκειμένου όχι απλά να ανταποκρίνονται στις εξελίξεις του κλάδου τους (reactive management) αλλά να δημιουργούν τις εξελίξεις σε αυτόν (proactive management), προκειμένου να καταστούν ανταγωνιστικές. Κάτι τέτοιο απαιτεί μεταξύ άλλων μετάβαση των διοικήσεων των εταιριών από τους ιδρυτές-ιδιοκτήτες σε εξειδικευμένα στελέχη, ώστε να περιοριστεί το έλλειμα διοίκησης (management deficiency) που χαρακτηρίζει τις ελληνικές επιχειρήσεις και αποτελεί περιοριστικό παράγοντα ανάπτυξης του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα[xii].
Συμπεράσματα – Προτάσεις Πολιτικής Πρωτοβουλίας
Η παρούσα μορφή χρηματοδότησης της οικονομικής μεγέθυνσης, μέσω εγχώριας ζήτησης, δεν είναι βιώσιμη μακροπρόθεσμα, γεγονός το οποίο επιβάλλει την προσέλκυση και ενεργοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι τα ιδιωτικά κεφάλαια επενδύονται σε οικονομίες με ευέλικτο και φιλικό θεσμικό πλαίσιο, ισχυρή εσωτερική ζήτηση, χαμηλό πληθωρισμό, μειωμένο συναλλαγματικό κίνδυνο και ευέλικτη αγορά εργασίας. Με άλλα λόγια το ανταγωνιστικό περιβάλλον μιας οικονομίας αποτελεί την σημαντικότερη αιτία προσέλκυσης επενδυτικών κεφαλαίων.
Η Ελλάδα προκειμένου να επιτύχει μακροπρόθεσμα υψηλή εθνική παραγωγικότητα, να μετουσιώσει την παρούσα μεγέθυνση σε βιώσιμη ανάπτυξη και κατ’ επέκταση να συγκλίνει με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης οφείλεί να εφαρμόσει πολιτικές που θα προσελκύουν ιδιωτικές επενδύσεις με γνώμονα την αύξηση της εθνικής ανταγωνιστικότητας. Δηλαδή η υψηλή εθνική παραγωγικότητα για να είναι βιώσιμη οφείλει πλέον να είναι αποτέλεσμα ιδιωτικών επενδύσεων και όχι επενδύσεων που χρηματοδοτούνται κυρίως από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Ουσιαστικά, η επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης εξαρτάται από την επιτυχή υλοποίηση των διαρθρωτικών αλλαγών. Ο στρατηγικός σχεδιασμός των διαρθρωτικών αλλαγών πρέπει να επικεντρωθεί στην ενίσχυση τόσο του οικονομικού, πολιτικού, θεσμικού και κοινωνικού περιβάλλοντος όσο και στην βελτίωση των δύο μικροοικονομικών θεμελίων του υποδείγματος του Porter, από την ενίσχυση των οποίων εξαρτάται η προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων -ουσιαστικός μοχλός αύξησης της εθνικής παραγωγικότητας.
Ιδιαίτερα η κυβερνητική πρωτοβουλία μπορεί να επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό, κυρίως μέσω της προώθησης και σωστής υλοποίησης των διαρθρωτικών αλλαγών. Οπότε βασικοί στόχοι της κυβερνητικής πολιτικής για την ενίσχυση των παραπάνω θεμελίων πρέπει να είναι:
- Η βελτίωση του θεσμικού, νομικού και διοικητικού περιβάλλοντος όπως π.χ η δημιουργία ανταγωνιστικού περιβάλλοντος, η καταπολέμηση μονοπωλιακών ή ολιγοπωλιακών καταστάσεων καθώς και φορολογικά κίνητρα όπως στον νέο αναπτυξιακό νόμο , κλπ.
- Η βελτίωση της αποτελεσματικότητας του δημοσίου τομέα μέσω απλοποίησης των διαδικασιών, μείωσης της γραφειοκρατίας και της καταπολέμησης της διαφθοράς. Η επίτευξης αποτελεσματικότερης διαχείρισης των κρατικών πόρων, με αποτέλεσμα τον περιορισμό των κρατικών δαπανών και την δυνατότητα περιορισμού των «επικίνδυνων» για το μέλλον δημοσιονομικών ελλειμμάτων.
- Η επίσπευση των ιδιωτικοποιήσεων και η εύρεση του κατάλληλου τρόπου υλοποίησης αυτής ανά περίπτωση.
- Η ενίσχυση των εκπαιδευτικού συστήματος όσον αφορά την σχέση πανεπιστήμιου και αγοράς, την εφαρμοσμένη έρευνα αλλά και την γενική παιδεία.
- Τα μέτρα ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας, όπως η βελτίωση των δεξιοτήτων, η δημιουργία επιχειρηματικής κουλτούρας και οι ευνοϊκές ρυθμίσεις για νεοσύστατες αλλά και αναπτυσσόμενες επιχειρήσεις.
Το παραπάνω πλαίσιο διαρθρωτικών αλλαγών σε συνδυασμό με την αποτελεσματική ηγεσία της οποιασδήποτε κυβέρνησης και την αλλαγή της κοινωνικής νοοτροπίας του Έλληνα πολίτη δύναται να οδηγήσουν, έστω και σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο, σε αύξηση της εθνικής ανταγωνιστικότητας και του εθνικού πλούτου. Η βελτίωση της εθνικής ανταγωνιστικότητας οφείλει τέλος να συνδυαστεί με τα κατάλληλα μέτρα αναδιανομής του παραγόμενου εθνικού πλούτου, κυρίως μέσω της κοινωνικής και φορολογικής πολιτικής, ώστε να διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή παράλληλα με την ενίσχυση της εθνικής ευημερίας.
Υποσημειώσεις
[i] Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (World Economic Forum)
[ii] Η συγκεκριμένη θεώρηση δεν αντιλαμβάνεται την εθνική ανταγωνιστικότητα ως το ποσοστό όχι ως ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος (zero sum game)όπου τα κράτη-έθνη ανταγωνίζονται για το μεγαλύτερο μερίδιο της παγκόσμιας αγοράς που κατέχουν τα προϊόντα εθνικής παραγωγής τους προχωρώντας σε μείωσης μισθών και υποτιμήσεις του νομίσματος με σκοπό την αύξηση ων εξαγωγών τους.
[iii] MICHAEL E. PORTER, “Building the Microeconomic Foundations of Prosperity: Findings from the Microeconomic Competitiveness Index”, Global Competitiveness Report 2002, chapter 1.2
[iv] Βήμα, Ανάπτυξη, «Ο ρυθμός ανάπτυξης υπερκέρασε τον ετήσιο στόχο», σελ Γ2,
ΗΜΕΡΗΣΙΑ, «Πρώτη η Ελλάδα σε ρυθμούς ανάπτυξης» 11/7/2003
[v] Χρηματοδότηση μεγάλων έργων , λοιπές δράσεις
[vi] Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, «Οικονομία», «Εθισμένη στις κατασκευές η οικονομία»,σελ 12 , όπου τονίζεται ότι ο κατασκευαστικός τομέας συνεισφέρει 8,8 % του Ελληνικού ΑΕΠ σε σχέση με 5,5% που ο συγκεκριμένος τομέας στην παραγωγή του εθνικού προϊόντος στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
[vii] Αυτών που δεν έχουν εργασθεί ποτέ
[viii] Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδας.
[ix] OECD, Economic Outlook 2001.
[x] Παράδειγμα ο Ν.2778/1999 που προβλέπει την δημιουργία Α.Ε. Επενδύσεων σε Ακίνητη Περιουσία και Αμοιβαίων Κεφαλαίων Ακινήτων, ο οποίος τροποποιήθηκε με τον Ν.2892/2001.
[xi] Το μέγεθος της παραοικονομίας στην Ελλάδα ανέρχεται 34% του ΑΕΠ περίπου ενώ η χώρα μας κατατάσσεται στην 35 θέση του δείκτη CPI μέτρησης τηςδιαφθοράς, Ν. Τάτσος, Δ. Χριστόπουλος, Α. Τραγάκη, Β. Μανίκα, Ι. Γκάνος «Παραοικονομία και φοροδιαφυγή στην Ελλάδα», ΙΟΒΕ, 2001, Εκδόσεις Παπαζήση.
[xii] Πέρα από τις αλλαγές στην διοίκηση μιας επιχείρησης απαιτούνται και άλλες αλλαγές στον τρόπο που ασκείται η επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα γεγονός που υπερβαίνει τον σκοπό του συγκεκριμένου άρθρου.
[xii] Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (World Economic Forum)
[xii] Η συγκεκριμένη θεώρηση δεν αντιλαμβάνεται την εθνική ανταγωνιστικότητα ως το ποσοστό όχι ως ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος (zero sum game) όπου τα κράτη-έθνη ανταγωνίζονται για το μεγαλύτερο μερίδιο της παγκόσμιας αγοράς που κατέχουν τα προϊόντα εθνικής παραγωγής τους